- ἴντυβος
- ἴντυβοςSee also: s. ἔντυβον
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ίντυβος — ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος) βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα] … Dictionary of Greek
ἰντύβοις — ἴντυβος endive masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰντύβου — ἴντυβος endive masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰντύβων — ἴντυβος endive masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴντυβοι — ἴντυβος endive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴντυβον — ἴντυβος endive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίντυβο — το (Μ ἰντύβιν) ο ίντυβος, το αντίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίντυβος] … Dictionary of Greek
ιντυβολάχανον — ἰντυβολάχανον, τὸ (Α) βοτ. ο ίντυβος, το αντίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίντυβος + λάχανον] … Dictionary of Greek
εντύβιον — και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο (σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ) βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι … Dictionary of Greek